- επισυστέλλομαι
- ἐπισυστέλλομαι (Α) [συστέλλομαι]1. συστέλλομαι, περιορίζεται το μέγεθός μου2. (για ύφος λόγου) παρουσιάζω συστολή, σεμνότητα («ἐπισυστελλόμενον καὶ αὐξανόμενον τὸ πρέπον», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.